- καβαλητά
- καβαλητά και καβαλικευτά επίρρ. τροπ., καβάλα, ιππαστί: Μην κάθεσαι καβαλητά πάνω στην καρέκλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καβαλητά — επίρρ. καβαλικευτά, με τον τρόπο που καβαλικεύει κάποιος, ιππαστί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καβαλητός < καβαλώ] … Dictionary of Greek
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
καβαλικευτός — ή, ό [καβαλικεύω] (για άλογο ή άλλο ζώο) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ιππεύσει ή έχει ιππεύσει, αυτός που δεν είναι χωρίς αναβάτη. επίρρ... καβαλικευτά καβαλητά, ιππαστί … Dictionary of Greek
καβάλα — επίρρ., καβαλητά, καβαλικευτά: Καβάλα πάν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε (δημ. τραγ.). η (λ. λατ.) 1. ιππασία: Έπειτα από πολλές προσπάθειες έμαθα καβάλα. 2.το ιππικό, οι καβαλάρηδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)